- κεραῖαι
- κεραίαhornfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κεραία ή Κεραίαι — Αρχαία πόλη της Κρήτης, για τη θέση της οποίας δεν υπάρχει ομοφωνία. Σύμφωνα με μία άποψη βρισκόταν στο βορειοδυτικό άκρο του νομού Χανίων, στο εσωτερικό του κόλπου του Κισσάμου … Dictionary of Greek
Trirreme — El trirreme (en griego τριήρης/triếrês en singular, τριήρεις en plural) era una nave de guerra inventada probablemente en el siglo VII a. C., desarrollada a partir del pentecóntero. Más corto que su predecesor, era un barco con una vela … Wikipedia Español
APEX — peculiariter dicebatur apud Romanos, pileus Flaminis (qui Flammeum alias vocabatur) per synecdochen, quod in conum desinebat. Hinc Festus. Apex, inquit, Sacerdotum insigne, diclus ab eo, quod comprchendere antiqui vinculô apere dicebant, unde… … Hofmann J. Lexicon universale
δελφινοφόρος — δελφινοφόρος, ον (Α) φρ. «κεραῑαι δελφινοφόροι» δοκοί με τροχαλίες για την εκτόξευση δελφίνων εναντίον τού εχθρού … Dictionary of Greek
κεραία — I (Ζωολ.). Αρθρωτό εξάρτημα, με το οποίο είναι εφοδιασμένο το κεφάλι των εντόμων, των μυριαπόδων και των καρκινοειδών. Τα τελευταία φέρουν δύο ζεύγη κ., οι οποίες είναι δισχιδείς, ενώ οι δύο πρώτες ομάδες έχουν μόνο ένα ζεύγος μονοσχιδών κ. Είναι … Dictionary of Greek
κόνδαξ — κόνδαξ, ακος, ὁ (Α) 1. είδος παιχνιδιού που παιζόταν με ακόντιο χωρίς αιχμή 2. φρ. «παίζω κόνδακα» μτφ. συνουσιάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόνδοι «κεραῖαι, ἀστράγαλοι» (Ησύχ.) + επίθημα αξ, ακος (πρβλ. ρύ αξ, πίδ αξ)] … Dictionary of Greek
κόνδος — κόνδος, ὁ (Α) στον πληθ. οἱ κόνδοι (κατά τον Ησύχ.) «κεραῑαι, ἀστράγαλοι». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κόνδοι προήλθε, με ηχηροποίηση, από τον τ. κοντοί] … Dictionary of Greek
συνεπιστρέφω — Α [ἐπιστρέφω] 1. περιστρέφω κάτι μαζί με κάποιον άλλο («τὴν μὲν Κλωθὼ τῇ δεξιᾷ χειρὶ ἐφαπτομένην συνεπιστρέφειν τοῡ ἀτράκτου τὴν περιφοράν», Πλάτ.) 2. στρέφω επίσης την προσοχή κάποιου σε κάτι, τόν καθιστώ προσεκτικό («συνοικειοῡν καὶ… … Dictionary of Greek
ken-1 — ken 1 English meaning: to press, pinch, etc.. Deutsche Übersetzung: as basis for extensions the meaning “zusamendrũcken, kneifen, zusamenknicken; Zusamengedrũcktes, Geballtes” Note: Root ken 1 : “to press, pinch, etc.” derived… … Proto-Indo-European etymological dictionary